- πρωτόδικος
- -η, -ο, Ν(νομ.)1. αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία τού πρωτοδικείου («πρωτόδικη υπόθεση»)2. αυτός που προέρχεται από πρωτοδικείο («πρωτόδικη απόφαση»).επίρρ...πρωτόδικα Νστο πρωτοδικείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. υπό-δικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.